- καροτίνη
- ητο καροτένιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. carotene < carot- (πρβλ. αρχ. καρωτόν «καρότο») + κατάλ. -ene].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρότο — Κοινή ονομασία των καλλιεργημένων ποικιλιών που προήλθαν από την αυτοφυή πόα δαύκος το καρότο. Πρόκειται για διετές φυτό, το οποίο κατά τον πρώτο χρόνο παράγει έναν θαμνώδη ρόδακα, ενώ τον δεύτερο χρόνο ανθίζει και αποκτά τον χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek